Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας (25 Μαρτίου 1886 - 7 Ιουλίου 1972) γεννήθηκε στα Τσαραπλανά (σημερινό Βασιλικό) της Ηπείρου, που εκείνη την περίοδο ακόμα αποτελούσε έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις 25 Μαρτίου 1886 και το κοσμικό του όνομα ήταν Αριστοκλής Σπύρου.
Το 1903 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή Χάλκης. Το 1910, έλαβε το πτυχίο του στη θεολογία, εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1919, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης τον προσέλαβε αρχιδιάκονο και γραμματέα της Αρχιεπισκοπής. Το Δεκέμβριο του 1922, και ενώ ακόμα ήταν διάκονος, εξελέγη Μητροπολίτης Κέρκυρας. Το 1930, ορίστηκε από την Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και της Νοτίου Αμερικής και χρημάτισε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1948. Κατά τη διάρκεια της εκεί θητείας του κατόρθωσε να ενώσει τις διαιρεμένες από τον εθνικό διχασμό κοινότητες, έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην ανέγερση ναών και σχολείων και ίδρυσε την ελληνορθόδοξη σχολή θεολογίας του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη.
Μετά την παραίτηση του Μαξίμου Ε΄, εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στις 1 Νοεμβρίου του 1948. Ήταν ο πρώτος Πατριάρχης που εξελέγη χωρίς να έχει την τουρκική υπηκοότητα, κατόπιν πιέσεων από την Αμερικανική Κυβέρνηση. Τουρκικό διαβατήριο του δόθηκε από το Νομάρχη Κωνσταντινούπολης στο αεροδρόμιο, κατά την άφιξή του, με το σκεπτικό ότι είχε γεννηθεί στο έδαφος της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Αθηναγόρας δραστηριοποιήθηκε στην οικουμενική κίνηση, επιδιώκωντας να καθιερώσει τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ των Χριστιανών. Ίσως η πιο ξεχωριστή στιγμή ήταν η συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ στην Ιερουσαλήμ το 1964, η οποία οδήγησε στην αμοιβαία άρση των αναθεμάτων που είχαν χωρίσει τους ορθόδοξους και ρωμαιοκαθολικούς Χριστιανούς από το Σχίσμα του 1054. Αυτή η συμβολική χειρονομία άνοιξε τη δυνατότητα του αυθεντικού διαλόγου μεταξύ των Ορθόδοξων και Ρωμαιοκαθολικών για πρώτη φορά μετά από αιώνες.
Σημαντική επίσης υπήρξε η δραστηριότητα του Αθηναγόρα στην ενίσχυση της εσωτερικής ιεραποστολής στο κλίμα της αρχιεπισκοπής της Κωνσταντινούπολης, αναδιοργάνωσε την Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης με διορισμούς νέων καθηγητών και της μόρφωσης επιστημονικών στελεχών καθώς επίσης και βελτίωσε ζωηρά τις σχέσεις με τις τουρκικές Αρχές. Επί της Πατριαρχίας του οργανώθηκαν πληρέστερα οι ορθόδοξες παροικίες εξωτερικού, με την ανύψωση των Μητροπόλεων Θυατείρων (Δυτικής Ευρώπης) και Αυστραλίας σε Αρχιεπισκοπές, πλαισιώνοντάς τες με βοηθούς επισκόπους. Επίσης ενισχύθηκε η συνεργασία με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, με το διορισμό μόνιμου αντιπροσώπου στην έδρα του Οργανισμού αυτού στη Γενεύη. Το 1959 επισκέφθηκε τα πρεσβυγενή πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής (Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας) και ανέλαβε τη προσπάθεια συγκρότησης πανορθόδοξου συνεδρίου στη Ρόδο το 1961. Τέλος, το 1951 και το 1960 παρασκεύασε Άγιο Μύρο.
Παρά το κύρος και τη διεθνή αναγνώριση που απέκτησε το Πατριαρχείο επί πατριαρχίας του Αθηναγόρα, αυτή συνδυάστηκε με τα θλιβερά γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955, τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά, όταν κατευθυνόμενος «άνωθεν», όπως αποδείχθηκε στη δίκη του Αντνάν Μεντερές το 1961, τουρκικός όχλος επέδραμε κατά των ελληνικών καταστημάτων, οικιών και εκκλησιών προβαίνοντας σε εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες. Από τα γεγονότα αυτά και έπειτα, κάτω από τις αυξανόμενες πιέσεις του τουρκικού κράτους ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης εξωθήθηκε να εγκαταλείψει σταδιακά τις εστίες του, με αποτέλεσμα τη στιγμή του θανάτου του να έχουν απομείνει 100.000.Ο πατριάρχης Αθηναγόρας πέθανε στις 7 Ιουλίου 1972.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου